- ισόψηφος
- -η, -ο (ΑΜ ἰσόψηφος, -ον)αυτός που παίρνει ίσο αριθμό ψήφων με κάποιον άλλοαρχ.1. αυτός που έχει ίση ψήφο με άλλους, αυτός που έχει ίση δύναμη2. αυτός που έχει την ίδια βαρύτητα, την ίδια επισημότητα με κάποιον άλλο3. (για λέξεις ή στίχους) αυτοί που όταν τα γράμματά τους αριθμηθούν μαζί κατά την αριθμητική τους σημασία παράγουν τον ίδιο αριθμό («Δαμαγόραν καὶ λοιμὸν ἰσόψηφόν τις ἀκούσας», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -ψηφος (< ψήφος), πρβλ. λεπτό-ψηφος, νεό-ψηφος].
Dictionary of Greek. 2013.